ταραξικάρδιος

ταραξικάρδιος
τᾰραξῐ-κάρδῐος, ον,
A heart-troubling, Ar.Ach.315 (troch.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταραξικάρδιος — ον, Α αυτός που ταράζει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. σπαραξι κάρδιος] …   Dictionary of Greek

  • ταραξικάρδιον — ταραξικάρδιος heart troubling masc/fem acc sg ταραξικάρδιος heart troubling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”